- πιτυλίζω
- πῐτῠλ-ίζω,A practise regular swinging of the arms, as with dumb-bells, Gal.6.133, 144.2 dart about,
ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon.
ap. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon.
ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιτυλίζω — practise regular swinging of the arms pres subj act 1st sg πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυλίζω — Α [πίτυλος] 1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες 2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω … Dictionary of Greek
πιτυλίζειν — πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυλίζουσαν — πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτσυλίζω — και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, άω, Ν πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος τού κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά… … Dictionary of Greek
πιτυλεύω — Α [πίτυλος] 1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου 2. (κατ επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα 3. πιτυλίζω* … Dictionary of Greek
πιτύλισμα — τὸ, Α [πιτυλίζω] 1. κάθε γρήγορη και κανονική κίνηση 2. είδος σωματικής άσκησης με σιδερένια βάρη ή κορύνες … Dictionary of Greek